Monday 29 September 2014

The Fall of Troy


Και τότε φώναξες δυνατά. Η μουσική έπαψε να καλύπτει άλλο τη φωνή σου. Τα λόγια σου όμως δεν τα κατάλαβα; το αλκοόλ ξέρεις τα έσβησε και με άφησε να γελάω αμήχανα. Το επόμενο τραγούδι που έπαιξε έσβησε και σένα. Κάπου χάθηκες ή ίσως να χάθηκα και εγώ - τι σημασία έχει.

«Η νύχτα είναι τρελή γλυκό μου, τρελή και νέα και γεμάτη τρόμους. Φωνές, γέλια, δάκρυα, ενοχές, παθιασμένα λάθη. Μα εσύ, εσύ ηλίθιε τη χαράμισες στον ύπνο» σου φώναξα τρεκλίζοντας, παλεύοντας να σταθώ στα πόδια μου, «Γελοίε!» ούρλιαξα όταν πια τα πόδια μου δεν με κράτησαν άλλο.

Και μου απάντησες καθώς πάλευα να σταθώ ξανά όρθιος, πως σε τσαντίζει που χαραμίζομαι, πως ξοδεύω τον χρόνο μου χωρίς να κερδίζω τίποτα.

Μα ο χρόνος, ο χρόνος μικρέ υπάρχει μόνο για να μας προδώσει αφού πρώτα μας τυλίξει περίτεχνα σε κενές, ματαιόδοξες μανίες.

«Τι κερδίζεις με αυτό, πες μου αλήθεια. Ένα ακόμα βράδυ κυλιέσαι στους δρόμους και γιατί πάλι;»

Γελάω, γελάω ασταμάτητα στα λόγια σου, σηκώνω το κεφάλι μου και σε κοιτάζω τελικά.

«Τι κερδίζω..? Hah, μα την αγάπη και την εκτίμηση του τσιμέντου του δρόμου» σου απαντάω κυνικά για να με κοιτάξεις λοξά νευριασμένος. «Ξέρεις δεν με πρόδωσε ποτέ, κάθε φορά που έπεσα ήταν εκεί για να σταματήσει την πτώση μου.»

«Μα τι μαλακίες λες; Ακούς έστω και λίγο πια τον εαυτό σου, καταλαβαίνεις έστω και στο ελάχιστο το πως έχεις καταλήξει πάλι;» φώναξες, «Είσαι δυστυχισμένος ρε, έχεις καταστρέψεις πλέον τον εαυτό σου και δεν το βλέπεις καν.» Σκύβεις μπροστά μου και μου κρατάς τα χέρια σφιχτά, κοιτώντας με στα μάτια.

«Δεν είσαι εσύ έτσι, που πήγε η ζωντάνια σου, εσύ, εσύ γαμώτο που θα πέρναγες και όλα τα βλέμματα γυρνούσαν πάνω σου, δεν θα υπήρχε άνθρωπος που δεν θα μάγευες» είπες αργά «Τι έκανες το κέρατο μου γαμώ σε αυτό το χαμόγελο που ερωτεύτηκα, που αγάπησα;» ούρλιαξες στο τέλος.

Γέλασα στα λόγια σου, παρά τα δάκρυα στα μάτια μου, παρά τον κόσμο που γύρναγε γύρω μου.

«Το χαμόγελο; Ποιόν κοροϊδεύεις αλήθεια; Το θράσος μου ερωτεύτηκες, το πάθος μου, την μανία μου να μας οδηγώ όλους στην καταστροφή. Εγώ τι έγινα τελικά; Εσύ; Εσύ είσαι υπεράνω κριτικής; Δεν είδες τον εαυτό σου στον καθρέφτη να υποθέσω; Τρομάζεις και περπατάς μακριά στο αντίκρισμα της δικής σου εικόνας γελοίε;» φώναξα τραβώντας τα χέρια μου από τα δικά σου και τρέμοντας σηκώθηκα όρθιος. «Αλλά εξάλλου για αυτό γύρισες, γιατί είχες αηδιάσει πια με αυτό που κατέληξες – το βλέπεις και εσύ ο ίδιος!»

Τα λόγια αυτά ήταν πιο σταθερά και έβγαιναν αργά από το στόμα μου μαζί με τον καπνό από τη τζούρα που πήρα από ένα φρεσκοαναμμένο τσιγάρο.

Ίσως και να μην το κατάλαβες καν, αλλά εγώ το είδα. Εκείνο το βλέμμα, ο τρόπος που πάντα θα με κοίταζες σαγηνευμένος λες και δεν ήμουν άνθρωπος μα κάτι άλλο, υπερφυσικό, βγαλμένο από κάποιον αρχαίο θρύλο. Χαμογέλασα ικανοποιημένος - μάλλον το ήξερες πως αυτό θα έκανα - πάντα εξάλλου λάτρευα να ενδίδω στις αυταπάτες που έτρεφε ο κόσμος για μένα.

«Πες ό,τι θες, δεν μου καίγεται καρφί μαλάκα! Παίξε πάλι το παιχνίδι σου, διεστρεύλωσε τα πάντα, χαμογέλασε λίγο, ίσα-ίσα όμως, όχι πολύ δεν θα πιάσει. Άνοιξε και τα μάτια σου διάπλατα, χειραγώγησε με ελπίζοντας πως θα γλιτώσεις» φώναξες πάλι και εγώ σε κοίταξα βαριεστημένα, κουρασμένος από τις φωνές σου.

«Όχι αυτή τη φορά όμως» συνέχισες, «Αυτή τη φορά θα τα ακούσεις, για μια φορά, γιατί ξέρεις καλά πως ό,τι κι αν κάνεις όσα χαμόγελα και να φορέσεις, δεν είσαι παρά δυστυχισμένος».

Γέλασα ξανά ακούγοντας σε και εσύ νευριασμένος μου πέταξες το τσιγάρο από το χέρι.

«Είσαι δυστυχισμένος και το ξέρεις. Γιατί έχεις κάνει τόσα και τόσα, ποιος δεν τα ζήλεψε όσα έκανες. Αλλά έχεις φτάσει εδώ και πλέον βλέπεις πως όχι μόνο κανένας δεν σε αγάπησε ποτέ του μα κι εσύ δεν βρήκες κανέναν να αγαπήσεις. Εσύ και όλοι σαν εσένα, απλά έχετε χάσει τα πάντα και δεν το αντέχετε πια. Πετάξατε τα πάντα στα σκουπίδια, κάθε ιδέα, κάθε άνθρωπο. Δεν πίστεψες ποτέ την αλήθεια – γιατί πως το έλεγες;» είπες πιο ήρεμα αυτή τη φορά, «Α ναι πως ήθελες μαγεία!».

Πάλι γέλια από την δική μου πλευρά. Προσποιητά, ψεύτικα απλά για να δηλώσουν την διαφωνία μου, ίσως και για να μου δώσουν λίγο χρόνο να βάλω τις σκέψεις που πάλευαν μες το κεφάλι μου σε μια τάξη.

«Και αν εδώ που φτάσαμε» σου απαντώ τελικά «δεν αγαπήσαμε ποτέ μας δεν πειράζει, ερωτευτήκαμε ρε γαμώτο τουλάχιστον και στους έρωτες μας πετάξαμε τα πάντα. Κι αν χάσαμε τι με αυτό..? Σας είδαμε και εσάς που τρομοκρατημένοι προστατεύσατε τους εαυτούς σας. Και χαίρεστε κιόλας. Γελάτε, γελάτε πιστεύοντας έντρομοι πως εμείς έχουμε τα χάλια μας. Αυτό δεν είδες ποτέ σου γελοίε, εγώ μπορεί ναι να έχασα τα πάντα, αλλά εσύ που δεν έχασες τίποτα..? Και που τα κράτησες όλα τι κατάλαβες..? Αυτό μονάχα μικρό μου είναι η αλήθεια σου ή σας, ό,τι έχετε. Αλλά ψέματα σας είπαν γλυκό μου. Εδώ έξω ο καθένας υπηρετεί την δική του αλήθεια. Γιατί δεν μπορέσαμε – δεν πιστέψαμε ποτέ σε μια αλήθεια για το γαμώτο πια! Η ποικιλία έκανε πάντα τον κόσμο να μοιάζει τόσο πιο όμορφος.»

Και εσύ προσπάθησες να με κρατήσεις καθώς τα λόγια μου άρχισαν να χάνονται. Αλκοόλ, ναρκωτικά, ίσως η προσωπική μου τρέλα. Βήματα αβέβαια μπρος και πίσω. Ένα ακόμα προς τα πίσω συνοδευόμενο με ξέγνοιαστα γέλια. Οι φωνές σου χάθηκαν, τυλίχτηκαν από το φως, τόσο έντονο, τόσο δυνατό που κάλυψε τα πάντα. Το κοιτώ πριν κοιτάξω εσένα.

Λένε πως στο τέλος, βλέπεις τα πάντα από την αρχή. Δεν ξέρω. Μαγεύτηκα από τον τρόμο που χαράχτηκε στα μάτια σου.

Hah, για αυτό σε αγάπησα εξάλλου γλυκό μου..

Και αν σου λείψω ποτέ, τότε θυμήσου μικρέ εκείνα τα γυμνά πρωινά που οι αχτίδες του ήλιου δειλά ακόμα πρόβαλαν ανάμεσα από τα σύννεφα σαν να φοβόντουσαν να σπάσουν το σκοτάδι της νύχτας που είχε μόλις τελειώσει. Θυμήσου γλυκό μου τότε που γονατιστός σε πλησίαζα και ψιθύριζα απαλά στο αυτί σου..

«[και επέτρεψε μου] να σου πω ένα μυστικό, ένα που δεν σου μαθαίνουν [σε κανένα] ναό – Οι Θεοί μας φθονούν. Μας φθονούν γιατί είμαστε θνητοί, γιατί η κάθε στιγμή μπορεί να είναι η τελευταία μας. Όλα είναι πιο όμορφα γιατί είμαστε καταδικασμένοι. Δεν θα [είστε] ποτέ πιο [όμορφοι] από ότι [είστε] τώρα. Δεν θα είμαστε ποτέ ξανά εδώ

xoxo,
FluffyUnicorn

P.S.#1: There’s always more than meets the eye.


P.S.#2: Το τελευταίο απόσπασμα είναι από την ταινία “Troy”, κομμάτι ενός διαλόγου του Αχιλλέα με την Βρισηίδα.

Monday 22 September 2014

Walls

Μερικές φορές, εκείνες που έχω την ατυχία να σκέφτομαι, δεν μπορώ παρά να τρομάξω.

Ο χρόνος κυλά, βλέπεις, περνά και αυτός αμείλικτος. Και ο κόσμος μαζί του. Δεν σταματά. Δεν σταματάς ούτε εσύ. Ούτε εγώ φυσικά. Κάπως έτσι, περνάμε, ή όπως θα θέλαμε να λέμε - προχωράμε.

Έχεις ποτέ σου σκεφτεί όλους αυτούς που πέρασες βιαστικά, αδιάφορα..? Έχεις άραγε σκεφτεί όλα όσα έχασες περνώντας..? Έμαθα πως δεν θα ήθελες να ερωτευτείς γιατί δεν θα αντέξεις να ξαναπληγωθείς. Πόσους έρωτες όμως είσαι όντως διατεθειμένος να αφήσεις να περάσουν πλάι σου δίχως να τους αγγίξεις..? Χωρίς να ψιλαφήσεις, έστω και για λίγο, τα κορμιά, αυτά που όλοι μας ποθήσαμε..?

Κοίτα, ο χρόνος κυλά και εμείς εν τέλη στεκόμαστε. Ο κόσμος μας προσπερνά και εμείς με την σειρά μας περνάμε εκείνον. Αναζητώντας την λύτρωση σε μια τραγωδία που εμείς χτίσαμε - ναι εκείνη τη γνωστή της μοναξιάς.

Αυτό μάθαμε. Να χτίζουμε. Να χτίζουμε εαυτούς, εγωισμούς, άμυνες, προσωπικότητες, όλα δομημένα με υπέρμετρη προσοχή, μη τυχόν και φύγει κάποιο λιθαράκι στο διάβα του χρόνου.

Μα οι άνθρωποι είναι μόνοι γιατί χτίζουν τοίχους αντί για γέφυρες.

Και η αγάπη δεν είναι χτίσιμο μα αποδόμηση - κατεδάφιση εγωισμού.

xoxo,
FluffyUnicorn

P.S.: But I got a war in my mind..

Thursday 11 September 2014

Children of the Bad Revolution

Θυμάμαι ακόμα το πρώτο πράγμα που μου είπες. Ήταν βράδυ, όπως κάθε φορά εξάλλου, είχες πει κι άλλα πριν βέβαια αλλά δεν ήταν παρά τετριμμένα και αδιάφορα – όλα εκτός από όσα είχαν πει τα μεθυσμένα μάτια μας πριν με πλησιάσεις.

«Βλέμματα άνω των πέντε δευτερολέπτων δεν έχουν ποτέ φιλικές διαθέσεις»

Και εγώ γέλασα. Γιατί μόνο φιλικές διαθέσεις δεν είχα. Ποτέ δεν έχω διαθέσεις που θα χαρακτήριζες φιλικές.

Γιατί εγώ θέλω φωτιά, τα θέλω όλα τυλιγμένα στις φλόγες, νύχτες μεθυσμένες και γλυκά οργισμένες, γεμάτες ζωντάνια να φωτίζονται μονάχα από πολύχρωμα strobe lights και τσιγάρα. Και τα πρωινά να τα φιλά απαλά ο ήλιος, τυλιγμένα στην όμορφη σιωπή της αυγής – διακοπτόμενη μόνο από τους ψιθύρους και τα ψέματα των φίλων και των εραστών.

Κάπου ανάμεσα στα φιλιά και στα χάδια, έρχεται στο μυαλό μου αυτό που κάποιος άλλος φίλος μου είχε πει.

«Να είσαι επιλεκτικός» με είχε επιδεικτικά συμβουλέψει «με αυτούς που έχεις στη ζωή σου – είτε ως φίλους είτε ως σχέσεις».

Τότε κι αν γέλασα ηλίθιε.

Πως πιστεύεις, αλήθεια, πως μπορείς εσύ να μου λες να είμαι επιλεκτικός στους φίλους, στους έρωτες, στο οτιδήποτε..? Τι ξέρεις εσύ γελοίε για την φιλία, τον έρωτα, την αγάπη..? Εσύ, ναι εσύ, που βλακωδώς στα πάντα θα έβαζες μια τιμή, που ποτέ σου δεν έδωσες χωρίς να πάρεις πρώτα εσύ. Σαν ένα πεντάχρονο παιδάκι, όλα θέμα διαγωνισμού και κόντρας: «όχι, εσύ πρώτος».

Και εσύ πάντα πίσω από τοίχους, να τρέχεις πάντα να κρυφτείς, μη τυχόν και σε πληγώσει η άδικη ζωή. Μόνο σκουριασμένες πανοπλίες και χαλασμένες ζυγαριές. Αυτά είναι όλα όσα έχεις είτε για να δώσεις είτε για να κρατήσεις και όλη σου η ζωή τίποτα παρά ένας ανούσιος αγώνας να κρατήσεις τον εγωισμό σου άθικτο.

Τι σε κάνει να πιστεύεις πως μπορείς να μιλήσεις εσύ λοιπόν για τον έρωτα, για την αγάπη..? Δεν ερωτεύτηκες ποτέ ρε, δεν αγάπησες ούτε τον ίδιο σου τον εαυτό. Φοβήθηκες γελοίε, τρόμαξες πως ακόμα κι εσύ θα σε πληγώσεις. Μα η ζωή δεν είναι ούτε δίκαιη, ούτε σωστή.

Και ο έρωτας ή η αγάπη δεν είναι μόνο πεταλούδες και λουλουδάκια. Είναι δάκρυα και πεταλούδες στο στομάχι που σε κάνουν να θέλεις να ξεράσεις, είναι τα φιλιά που δεν θες να τελειώσουν ποτέ, είναι τα χάδια που σου καίνε το δέρμα.

Και η ζωή είναι να μοιράζεσαι, να δίνεις απλόχερα, αλόγιστα. Είναι οι μεθυσμένες κραυγές το ξημέρωμα, οι ατελείωτες ώρες κάτω από τον ήλιο, τα γέλια στα θρανία, οι σελίδες κάθε βιβλίου που γυρνάνε. Είναι οι ώρες στη δουλειά, οι ώρες που περνάς με αγαπημένους σου ανθρώπους, είναι τα δάκρυα και η οργή.

Άσε με εμένα όμως και συνέχισε τη δική σου σταυροφορία κατά κάθε συναισθήματος, μια απόρροια μιας αρρωστημένης φιλοσοφίας. Μη τυχόν και νιώσεις άσχημα, μη τυχόν και ουδέποτε πληγωθείς και τσαλακώσεις τον εγωισμό σου. Κράτα όμως γλυκό μου τα συναισθήματα σου – αυτά τα σιδερωμένα, με τσάκιση – και τις συμβουλές σου για τους όμοιους σου, μην τα χαραμίζεις σε μας.

Εμείς είμαστε τα παιδιά της κακής επανάστασης, αναζητούμε το πάθος, την ένταση, αυτό το συναίσθημα που έχει πρώτα κυλιστεί στις λάσπες. Θέλουμε υπερφίαλους εγωισμούς που μόνοι μας θα γκρεμίσουμε – και θα τους ξαναχτίσουμε – θέλουμε έρωτες που αυτός του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας θα ωχριούσε μπροστά τους.

Θέλουμε τον φθόνο, θέλουμε την ποίηση, θέλουμε τον κίνδυνο και την ελευθερία, θέλουμε την καλοσύνη και την κακία, θέλουμε τη μαγεία και την τραγωδία, θέλουμε την αμαρτία.

Μακριά από πρέπει και μη σε μια ζωή τυλιγμένη στις φλόγες ενός ακατάπαυστου έρωτα.

xoxo,
FluffyUnicorn